Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

με καθαρή

  • 1 καθαρός

    η, ό [ά, όν ]
    1) чистый, не грязный; 2) чистоплотный, опрятный, любящий чистоту; 3) чистый, ясный;

    καθαρός ουρανός — ясное, чистое небо;

    4) ясный, чёткий;

    καθαρή απάντηση — ясный ответ;

    καθαρή προφορά — чистое произношение;

    καθαρές κουβέντες — разговор начистоту;

    6) чистый, натуральный; без примесей;

    καθαρός χρυσός — чистое золото;

    καθαρό βάρος — чистый вес;

    καθαρό κέρδος — чистая прибыль;

    6) чистый, незапятнанный;

    καθαρή συνείδηση — чистая совесть;

    7) чистый, сущий;

    καθαρή παρεξήγηση — чистое недоразумение;

    καθαρή αλήθεια — чистая правда;

    καθαρή ανοησία — полная нелепость, абсолютная чушь;

    8) юр. чистый (не обременённый закладом, ипотекой и т. п.);

    § στον καθαρό αέρα — на чистом воздухе;

    παίρνω καθαρό αέρα — дышать свежим воздухом;

    με καθαρή καρδιά — чистосердечно, от чистого сердца;

    καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται — посл. чистое небо молний не боится

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > καθαρός

  • 2 καρδιά

    καρδία η
    1) сердце (тж. перен.); душа;

    δουλεύω με όλη μου την καρδιά — вкладывать всю душу в дело;

    ανοίγω την καρδιά μου σε κάποιον — открыть своё сердце, излить душу кому-л.;

    μου σφίγγεται ( — или σφίγγει, πονεί) η καρδιά — щемит сердце;

    ραγίζει η καρδιά μου — сердце моё разрывается;

    μου ματώνει η καρδιά — сердце моё обливается кровью;

    έχω βάρος στην καρδιά μου — у меня тяжело на сердце;

    μίλησε στην καρδιά μας — он нас очень растрогал;

    με βαρεία καρδιά — с тяжёлым сердцем;

    με ανοιχτή καρδιά — с открытым сердцем, душой;

    μιλώ με ανοιχτή καρδιά — говорить от души, искренне;

    2) середина, центр;

    στην καρδ της Αφρικής — в глубине, в центре Африки;

    3) сердцевина;

    η καρδιά τού μήλου (τού καρπουζιού) — сердцевина яблока (арбуза) 4) смелость, отвага;

    τό λέει η καρδιά του — он храбрый;

    δεν το λέει η καρδιά του — он трус;

    έχω καρδιά — быть смелым, отважным;

    κάνω καρδιά — а) осмеливаться, набираться смелости; — б) набираться терпения;

    δεν έχω καρδιά — быть трусливым, робким;

    5) перен. середина, наивысшая точка (чего-л.);

    στην καρδιά τού χειμώνα — в середине зимы, в разгаре зимы;

    § καθαρή (μεγάλη, καλή) καρδιά — чистое (большое, доброе) сердце;

    μαύρη ( — или κακή) καρδιά — а) недоброе, злое сердце; — б) злой, вредный человек;

    καρδιά πέτρα — или πέτρινη καρδιά — каменное сердце, чёрствый, жестокий человек;

    άνθρωπος χωρίς καρδ — бессердечный человек;

    πονετική καρδιά — сострадательный, участливый человек;

    λόγια της καρδιας — искренние слова;

    ελαφρά τη καρδία — с лёгким сердцем, с чистой совестью;

    κάμνω κάη χωρίς καρδιά — делать что-л, неохотно, без души;

    τον έχω στην καρδιά μου — я его очень люблю;

    μούκανε την καρδιά — он исполнил моё желание;

    άνοιξε η καρδιά μου — я очень обрадовался;

    μούκανε την καρδιά μου περιβόλι — а) он меня порадовал; — б) ирон. ничего себе, порадовал он меня!;

    χάλασε η καρδιά μου — я был огорчён, у меня испортилось настроение;

    ήρθε η καρδιά μου στον τόπο της — я пришёл в себя, оправился от страха;

    τό τραβάει η καρδιά μου (σου, του κ.λ.π.) — меня (тебя, его и т. д.) тянет (к чему-л.); — душа просит (чего-л.);

    δεν το βαστά η καρδιά μου — а) я этого терпеть не могу; — б) сердце моё этого не выдерживает;

    ανακατώνεται η καρδιά μου — меня тошнит;

    έχω καρδιά αγκινάρα — флиртовать направо и налево (о женщине);

    θα σού φάω την καρδιά — я тебя убью;

    με όλη μου την καρδιά — или από καρδίας — или εξ όλης καρδίας — или εκ μέσης καρδίας — от всего сердца, от всей души;

    με καθαρή καρδιά — чистосердечно;

    με το χέρι στην καρδιά — откровенно, положа руку на сердце;

    βαστά καρδιά μου! — мужайся!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > καρδιά

  • 3 συνείδηση

    [-ις (-εως)] η
    1) совесть;

    τύψεις συνείδησης — угрызения

    совести;

    άνθρωπος χωρίς συνείδηση — бессовестный человек;

    ενεργώ σύμφωνα (αντίθετα) με τη συνείδηση μου поступать по (против) совести;
    έχω καθαρή τη συνείδηση μου у меня совесть чиста; γνά να έχω καθαρή τη συνείδηση μου для очистки совести; 2) сознание; сознательность;

    ταξική συνείδηση — классовое сознание;

    δεν έχω συνείδηση — не осознавать, не давать себе отчёта в чём-л.;

    κάνω συνείδησηосознавать

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συνείδηση

  • 4 αλήθεια

    η 1. правда, истина;

    καθαρή αλήθεια — чистая (сущая) правда;

    ούτε ίχνος αλήθείας — ни доли правды;

    λέω την αλήθεια κατάμουτρα — говорить правду в глаза;

    είναι αλήθεια ότι αυτός... — это правда, что он...;

    η αλήθεια είναι πικρή — правда глаза колет;

    § (γιά) να πούμε την αλήθεια — по правде говоря, по правде сказать;

    στ· αλήθεια — в самом деле;

    στ· αλήθεια έφυγε; — он на самом деле уехал?;

    μα την αλήθεια — честное слово;

    2. επίρρ. правда, в самом деле; действительно;
    3. επιφ. 1) да!;

    αλήθ, δεν σού· πα πώς... — да, я не сказал тебе, что...;

    2) неужели?, в самом деле?

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αλήθεια

  • 5 ιδεολογία

    η
    1) идеология, мировоззрение;

    η μαρξιστική-λενινιστική ιδεολογία — марксистско-ленинская идеология;

    η αστική ιδεολογία — буржуазная идеология;

    2) утопия, несбыточные идеи;

    αυτά πού λες, είναι καθαρή ιδεολογία — то, что ты говоришь, чистая утопия;

    3) идейность, преданность какой-л. передовой идее, бескорыстие

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ιδεολογία

  • 6 φιλολογία

    η
    1) филология; 2) литератора; 3) беллетристика; 4) болтовня;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φιλολογία

  • 7 Δευτέρα

    Δευτέρα η
    Понедельник;
    ΦΡ.
    Καθαρά / Καθαρή Δευτέρα η — Чистый Понедельник – первый день Великого Поста;
    Δευτέρα Παρουσία η — Второе Пришествие Христа, см. εσχατολογία
    Этим.
    < δεύτερος «второй», Δευτέρα – второй день недели (после Воскресенья, которое считается первым днем недели), Понедельник

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Δευτέρα

См. также в других словарях:

  • καθαρῇ — καθαίρω cleanse fut ind mid 2nd sg καθαρός physically clean fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρή — καθαρός physically clean fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρῆι — καθαρῇ , καθαίρω cleanse fut ind mid 2nd sg καθαρῇ , καθαρός physically clean fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • απόσταξη — Εργασία με την οποία μείγμα δύο ή περισσότερων υγρών διαχωρίζεται άμεσα στα συστατικά του, ή ένα υγρό καθαρίζεται από τις ξένες προσμείξεις, αφού υποβληθεί σε εξάτμιση και διαδοχική συμπύκνωση των παραγόμενων ατμών. Αν θερμάνουμε ένα μείγμα… …   Dictionary of Greek

  • καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»